- φίλτρο
- (I)το / φίλτρον, ΝΜΑμαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.)2. ανατ. η υπορρινική αύλακανεοελλ.φρ. «μητρικό φίλτρο» — η μητρική αγάπη, η μητρική στοργήαρχ.1. θέλγητρο ή μέσο που προκαλεί την αγάπη, την συμπάθεια κάποιου2. καθετί που τέρπει, που προκαλεί ευχαρίστηση («αἱ ξυγγενεῑς ὁμιλίαι φίλτρον οὐ σμικρὸν φρενῶν», Ευρ.)3. διεγερτικό μέσο («φίλτρα τόλμης», Αισχύλ.)4. μέσο που χρησιμοποιεί κανείς για να επιβληθεί («φίλτρον ἵππειον» — το χαλινάρι, Πίνδ.)5. ο χιτώνας που η Δηιάνειρα έβαψε με το αίμα τού Νέσσου και τόν έστειλε στον Ηρακλή για να τού επαναδιεγείρει τον έρωτα6. το φυτό ιππομανές7. το φυτό σταφυλῑνος*8. στον πληθ. τὰ φίλτρασυμπάθεια, αγάπη, στοργή, έρωτας («τὰ θεῶν δὲ φίλτρα φροῡδα Τροίᾳ», Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + επίθημα -τρον (πρβλ. θέλγη-τρον)].————————(II)το, Ν1. μέσο διυλίσεως, ηθμός2. διάταξη ραδιοφωνικού δέκτη που απομακρύνει τα παράσιτα3. χημ. ο ηθμός4. (φυσ.-φωτογρ.) έγχρωμο διάφραγμα μπροστά στον φακό φωτογραφικής μηχανής ή οπτικού οργάνου που εμποδίζει τη διέλευση ορισμένων ακτινοβολιών τού φάσματος5. (ακουστ.-ηλεκτρον.-τηλεπ.) διάταξη που χρησιμεύει για τον διαχωρισμό τών συχνοτήτων τών βαρέων, μέσων και οξέων τόνων, για τη διόρθωση τών εγγραφών και ορισμένων αναπαραγωγών ήχου, όπως και για τη βελτίωση τού λόγου σήματος/θορύβου6. φρ. α) «ηλεκτρικό [ή ηλεκτροστατικό] φίλτρο»τεχνολ. συσκευή που χρησιμοποιείται σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις για την απομάκρυνση σωματιδίων ή άλλων ακαθαρσιών από τον αέρα ή από διάφορα αέριαβ) «φίλτρο διαχωρισμού»(φωτογρ.) (στην πολύχρωμη φωτογράφηση) πράσινο, κυανό ή ερυθρό φίλτρο που επιτρέπει τη λήψη ειδώλων αυτών τών τριών χρωμάτων πάνω σε παγχρωματικό γαλάκτωμαγ) «ηλιακά φίλτρα» — χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα αντιηλιακά καλλυντικά παρασκευάσματα για να απορροφούν τις υπεριώδεις ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 290 και 320 νανομέτρων, στις οποίες οφείλονται οι ηλιάσεις και τα δερματικά εγκαύματαδ) «φίλτρα τσιγάρων» — φίλτρα αποτελούμενα είτε από νήματα οξικής κυτταρίνης, συνδεδεμένα μέσω πλαστικοποιητή, με τα οποία επιτυγχάνεται η κατακράτηση τής πίσσας και μέρους τής περιεχόμενης στον καπνό νικοτίνηςε) «φίλτρα αέρος» — φίλτρα χρησιμοποιούμενα για τον καθαρισμό τού αέρα από αιωρούμενα στερεά ή υγρά σωματίδια ή και από βακτηρίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. filtro < μτγν. λατ. filtrum, λ. γερμ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.